φιλόστοργος

Revision as of 17:46, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ον, (στέργω, στοργή)

   A loving tenderly, affectionate, freq. of family affection, X.Cyr.1.3.2, Theoc.18.13, etc.; of a nurse, Sor.1.88; of horses, Arist.HA611a12; γένος ἀετῶν πρὸς τοὺς τρέφοντας φ. Ael.NA2.40; title of two queens named Athenais, IG22.3426.3, 3428.5; φ. εἰς ἀλλήλους Ep.Rom.12.10; περί τινα Plu. Cleom.1 (dub. constr.); φ. πρὸς τὰ τηλικαῦτα Id.2.608c: Comp., nihil -ότερον Cic.Att.13.9.1: Sup., -οτάτη διαφερόντως πρός τινα OGI 331.46 (Pergam., ii B. C.):—τὸ φ., = φιλοστοργία, X.Ages.8.1, Plu.Sol. 7; τὸ ποτὶ τὰν πατρίδα φ. Abh.Berl.Akad.1925(5).28 (Cyrene, i B. C./i A. D.). Adv. -γως Arist.HA621a29; εὐσεβῶς τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακείμενος καὶ φ. πρὸς τοὺς γονεῖς OGI229.6 (Smyrna, iii B. C.), cf. BMus.Inscr.925b12 (Branchidae, i B. C.), Plu.Fab.21; φ. ἔχειν πρός . . J.AJ4.6.8; literae φ. scriptae, Cic.Att.15.17.2: Comp. -ότερον Gp.16.21.6: Sup. -ότατα Iamb.VP7.34.

German (Pape)

[Seite 1286] zärtlich liebend, bes. von der gegenseitigen Liebe zwischen Eltern, Kindern u. Geschwistern; φύσει Xen. Cyr. 1, 3,2; Plut. Sol. 7. – Adv. φιλοστόργως; Arist. H. A. 9, 37; Cic. Att. 15, 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόστοργος: -ον, (στέργω, στοργὴ) ὁ ἀγαπῶν τρυφερῶς, μετὰ στοργῆς, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων, τῶν τέκνων καὶ τῶν ἀδελφῶν, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 2, Θεόκρ. 18. 13, κλπ.· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 4· ― φ. πρός τινα ἢ τι Πλούτ. 2. 608C, Αἰλ. π. Ζ. 2. 40· εἴς τινα Ἐπιστ. π. Ρωμ. 10· περί τινα Πλουτ. Κλεομ. 1· ― τὸ φιλόστοργον = φιλοστοργία, Ξεν. Ἀγησ. 8. 1, Πλούτ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -γως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 13· φ. διακεῖσθαι ἢ ἔχειν πρός τινα Συλλ. Ἐπιγρ. 3137. 6, Πλουτ. Φάβ. 21, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 8· literae φιλ. scriptae, Κικ. πρὸς Ἀττ. 15. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime tendrement les siens, plein de tendresse pour les siens ; τὸ φιλόστοργον la tendresse pour les siens;
Cp. φιλοστοργότερος.
Étymologie: φίλος, στοργή.

English (Strong)

from φίλος and storge (cherishing one's kindred, especially parents or children); fond of natural relatives, i.e. fraternal towards fellow Christian: kindly affectioned.