κολωνία
From LSJ
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ἡ,
A grave (Elean), Hsch. II = Lat. colonia, Act.Ap. 16.12, Epigr.Gr.908 (Batanaea); cf. κολωνεία.
German (Pape)
[Seite 1476] ἡ, das Grab, bei den Eleern, Hesych. – Das lat. colonia, Act. ap. 16, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κολωνία: καὶ κολώνια, ἡ, τάφος κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ πόλις, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908˙ πρβλ. κολώνεια.