ἀπαράβατος
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ον,
A unalterable, εἱρμὸς αἰτιῶν Stoic.2.266; ἐπιπλοκή, of causation, Chrysipp.ib.293; τάξις Plu.2.410f; ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα Ocell.1.15; infallible, προρρήσεις Iamb.VP28.135, cf. Philum.Ven. 4.14; also of persons, Cat.Cod.Astr.8(4).215. Adv. -τως Chrysippsipp.Stoic.2.279. 2 inviolable, κύρια καὶ ἀ. PRyl.65.18 (i B.C.), cf. PGrenf.1.60.7 (vi A.D.). 3 permanent, perpetual, ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24. 3 Act., not transgressing, J.AJ18.8.2; ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA10p.435M. Adv. -τως Arr.Epict.2.15.1.
German (Pape)
[Seite 279] 1) nicht zu übertreten, unverletzbar, νόμος Epict., wie Plut. Symp. 9, 14, 6; fest, unwandelbar, θεῖος λόγος fat. 1, oft. – 2) nicht auf einen Andern übergehend, ἱερωσύνη ep. Hebr. 7, 27; die bestimmten Grenzen nichtüberschreitend, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαράβατος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραβῇ ἢ μεταβάλῃ, Πλούτ. 2. 210F, 745D. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ μεταβαίνων εἰς ἕτερον, π.χ. ἐπὶ ὑπουργήματος ἢ ἀξιώματος, ὅθεν ὁ μὴ παρερχόμενος, μὴ φθειρόμενος, ἀμετάβλητος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ζ΄, 24. 2) ὁ μὴ παραβαίνων, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 2. - Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 15, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne doit pas transgresser.
Étymologie: ἀ, παραβαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I de abstr. y n. de acción
1 que no puede ser transgredido ἀ. ἐπιπλοκή la inalterable concatenación causal Chrysipp.Stoic.2.293, εἱρμὸς ... αἰτιῶν Chrysipp.Stoic.2.266, τάξις Plu.2.410f, M.Ant.12.14, (ἡ τῆς κινήσεως ἰδέα) Ocell.1.15.
2 inviolable, perpetuo κύρια καὶ ἀπαράβατα PRyl.65.18 (I a.C.), ἄτρωτα καὶ ἀσάλευτα καὶ ἀπαράβατα PLond.1015.12 (VI d.C.), ἱερωσύνη Ep.Hebr.7.24, καὶ πᾶν τὸ βέλτιστον φαινόμενον ἔστω σοι νόμος ἀ. y que sea para ti ley inviolable todo lo que te parezca mejor Epict.Ench.51.2, πράσις PGrenf.1.60.7 (VI d.C.), παράδοσις Basil.M.32.117A.
II gener. de pers.
1 que no incumple εἰς νῦν ἀπαράβατοι μεμενηκότες I.AI 18.266, ἀ. τῶν καθηκόντων Hierocl.in CA 10.13.
2 que no falla, infalible de pers. Cat.Cod.Astr.8(4).215
•de abstr. προρρήσεις ... σεισμῶν ἀπαράβατοι Iambl.VP 135, τοῦτο ἀπαράβατον Philum.Ven.4.14, cf. Procl.CP Or.M.65.728A.
III adv. -τως
1 inalterablemente γίγνεσθαι Chrysipp.Stoic.2.279.
2 inflexiblemente ἐμμένειν Arr.Epict.2.15.1, προβλέπειν Didym.Trin.2.7.12.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of παραβαίνω; not passing away, i.e. untransferable (perpetual): unchangeable.