κατάλειμμα
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ατος, τό,
A remnant, LXXGe.45.7,al. 2 v. κατάλημμα.
German (Pape)
[Seite 1359] τό, das Uebriggelassene, der Ueberrest, das Ueberbleibsel, LXX u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειμμα: τό, ὑπόλοιπον, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΓ΄, 13), Γαλην. 14. 456.
English (Strong)
from καταλείπω; a remainder, i.e. (by implication) a few: remnant.