λυχνία
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
English (LSJ)
ἡ,
A lampstand, SIG1106.118 (Cos, iv/iii B. C.), IG11(2).161C66,68 (Delos, iii B. C.), LXX Ex.25.30(31), al., PGrenf.1.14.6 (ii B. C.), Ev.Matt.5.15, Plu.Dio9, Luc.Asin.40, etc.: condemned by Phryn. 289.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνία: ἡ, λυχνοστάτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2852. 13, 3071. 8, Πλουτ. Δίων 9, Λουκ. Ὄν. 40, κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, Λοβ. Φρύν. 313.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chandelier ou lampe.
Étymologie: λύχνος.
Spanish
English (Strong)
from λύχνος; a lamp-stand (literally or figuratively): candlestick.