συνερύω
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
Ion. συνειρύω,
A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν . . συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρ<υ>ται· συνέσπασται, Hsch. 2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.