ἱκετήριος
English (LSJ)
poet. ἱκτήριος, α, ον, as Adj. in the latter form only,
A of or fit for suppliants, ἱ. θησαυρός, of hair offered to a god, S. Aj.1175; κλάδοι Id.OT3; ἱκτήριοι,= ἱκέται, ib.327; φωτῶν ἱκτήρια, = φῶτας ἱκτηρίους, Id.OC923. II ἱκετηρία, poet. ἱκτηρία, Ion. ἱκετηρίη (sc. ῥάβδος), ἡ, olive-branch which the suppliant held in his hand as a symbol of his condition, λευκοστεφεῖς ἱκτηρίας A.Supp.192; ἱκετηρίην λαβεῖν, φέρειν, Hdt.5.51, 7.141; ἱκετηρίαν ἔχειν Ar.Pl.383; καταθεῖναι ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ And.1.110, cf. UPZ1.9 (iv B.C.); esp. of petitions laid before the Athenian people, ἱ. θεῖναι And.l.c., Arist.Ath.43.6 (less correctly θέσθαι Poll.8.96, wh. is a later use, cf. SIG2666.6 (Samos)); ὑπὲρ θυγατρὸς ἱ. τιθεμένη PTeb.326.3 (iii A.D.); ἱ. ἔθηκεν παρ' ὑμῖν,= ἱκέτευσεν ὑμᾶς, D.18.107, cf. 24.12; ὑπὲρ τοῦ μισθοῦ ἱ. θεῖναι εἰς τὴν βουλήν Aeschin.1.104, cf. 2.15; later ἱ. πέμπειν, προβάλλεσθαι, Plu.Pomp.28, Ael.VH3.26; ἱκετηρίας προσενέγκας, ἱκετηρίαν προσάγειν, Ep.Hebr.5.7, POxy.71 i 3 (iv A.D.): metaph., ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν, where the suppliant represents herself as the olive-branch, E.IA1216; νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν προκεῖσθαι D.43.83. 2 = ἱκεσία, v.l. in Isoc.8.138 (pl.), cf. Plb.3.112.8 (pl.), Jul.ad Ath.275c, Hld.7.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετήριος: συγκεκομ. ἱκτήριος, -α, -ον, ὡς ἐπίθ. μόνον ἐν τῷ δευτέρῳ τύπῳ· (ἱκέτης)· - ἱκτήριος θησαυρός, ἐπὶ κόμης προσφερομένης εἰς νεκρόν, Σοφ. Αἴ. 1175· ἱκτήριοι ἱκέται ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 327· φωτῶν ἱκτήρια = φῶτας ἱκτήριους ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 923. ΙΙ. ἱκετήρια, Ἰων. -ίη, (ἐξυπακουομ. τοῦ ῥάβδος), ἡ, κλάδος ἐλαίας ὃν ὁ ἱκέτης ἐκράτει ἐν τῇ χειρὶ ὡς σύμβολον τῆς καταστάσεως καὶ τῶν ἀξιώσεών του, λευκοστεφεῖς ἱκετηρίας Αἰσχύλ. Ἱκ. 192· ἱκετηρίην λαμβάνειν, φέρειν Ἡρόδ. 5. 51., 7. 141· ἱκετηρίην ἔχειν Ἀριστοφ. Πλ. 383· τιθέναι Ἀνδοκ. 15. 2.ἱκ. ἔθηκεν παρ’ ὑμῖν, ἱκέτευσεν ὑμᾶς Δημ. 262. 16, πρβλ. 703. 23· ὑπέρ τινος ἱκ. τιθέναι εἰς τὴν βουλὴν Αἰσχίν. 14. 41, πρβλ. 36. 11· ἱκ. καταθεῖναι Ἀνδοκ. 15. 1· θέσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 394· προβάλλεσθαι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 26· οὕτω, κλάδοι ἱκτήριοι Σοφ. Ο. Τ. 3· - ὡσαύτως, κατὰ ἰσχυρὰν μεταφοράν, ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν, ἔνθα ὁ ἱκέτης παριστᾷ ἑαυτὸν ὡς κλάδον ἐλαίας, Εὐρ. Ι. Α. 1216· οὕτω νομίζετε τὸν παῖδα τοῦτον ἱκετηρίαν προκεῖσθαι Δημ. 1078. 26. 2) ἱκεσία, Ἰσοκρ. 186D (διάφ. γραφ. ἱκετείας), Πολύβ. 3. 112, 8, Ἡλιόδ. 7. 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
suppliant.
Étymologie: ἱκέτης.
English (Thayer)
ἱκετηρία, ἱκετηριον (ἱκέτης a suppliant), pertaining to a suppliant, fit for a suppliant; ἡ ἱκετηρία, as a substantive, namely, ἐλαία or ῤάβδος;
1. an olive-branch; for suppliants approached the one whose aid they would implore holding an olive-branch entwined with white wool and fillets, to signify that they came as suppliants (cf. Trench, § 51, under the end): λαμβάνειν ἱκετηριαν, Herodotus 5,51; ἱκετηριαν τιθέναι or προβάλλεσθαι παρά τίνι, etc.
2. equivalent to ἱκεσία, supplication (Isocrates, p. 186d. vat.; Polybius; δεήσεις (Polybius 3,112, 8; singular Sept.), Hebrews 5:7.