aid
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ὠφελεῖν (acc. and dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ἀρήγειν (dat.) (also Xenophon), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xenophon), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).
serve: P. and V. ὑπηρετεῖν (dat.), ὑπουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.).
stand by: Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.), παρίστασθαι (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).
fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).
work with: P. and V. συλλαμβάνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.). Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).
aid (a work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν (acc.); see share in.
help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.
with non-personal subject: P. προφέρειν εἰς (acc.).
substantive
P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, ἀλέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ἄρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό; see help.
by the aid of: P. and V. διά (acc.).