ὑπολιμπάνω

Revision as of 18:10, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

collat. form of ὑπολείπω,

   A leave behind, 1 Ep.Pet.2.21, Them.Or.10.139d.    2 Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib.1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI4.392.4 (iii B. C.).    II intr., fail, τὰ νάματα ὑ. D.H.1.23.

German (Pape)

[Seite 1224] Nebenform von ὑπολείπω, D. Hal.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολιμπάνω: ὑπολείπω, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμὸν Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 21, Θεμίστ. 139D. - Παθ., ὑποολείπομαι, Θεοφυλ. Σιμ. Ἱστ. 552, 9, ἔκδ. Βόννης. κλπ. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπολείπω, ἐκλείπω, τῶν ναμάτων τὰ μὲν οὐκέτι πίνεσθαι σπουδαῖα ἦν, τάδ’ ὑπελίμπανε θέρους Διον. Ἁλ. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

1 tr. laisser derrière;
2 intr. faire défaut, manquer.
Étymologie: ὑπό, λιμπάνω.

English (Strong)

a prolonged form for ὑπολείπω; to leave behind, i.e. bequeath: leave.

English (Thayer)

(λιμπάνω, less common form of the verb λείπω); to leave, leave behind: Themistius; ecclesiastical and Byzantine writings; to fail, Dionysius Halicarnassus 1,23.)