χρησιμοποιώ
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Ν
κάνω χρήση ενός πράγματος, μεταχειρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -ποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. χρησιμοποιέω, -ῶ, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].