Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωρυγή

From LSJ
Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η / ὠρυγή, ΝΑ
άγρια φωνή, ουρλιαχτό ζώου
αρχ.
1. (ιδίως) η φωνή τών λύκων ή τών σκύλων
2. (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἐρεύ-γ-ομαι (II), ὀρυμαγδός)].