Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωρυγή

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

η / ὠρυγή, ΝΑ
άγρια φωνή, ουρλιαχτό ζώου
αρχ.
1. (ιδίως) η φωνή τών λύκων ή τών σκύλων
2. (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἐρεύ-γ-ομαι (II), ὀρυμαγδός)].