ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-η, -ο, Ν1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα2. φρ. «ψυχρόαιμα ζώα»ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].