ψαλιδίζω
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
Ν ψαλίδι
1. κόβω με ψαλίδι
2. μτφ. α) (σχετικά με χρηματικά ποσά) περικόπτω, ελαττώνω («πάλι ψαλίδισαν τους μισθούς»)
β) (σχετικά με γραπτά κείμενα ή κινηματογραφικές ταινίες) λογοκρίνω
3. φρ. «θα σού ψαλιδίσω τη γλώσσα»
μτφ. (ως απειλή σε φλύαρο, αγενή ή αθυρόστομο) θα σέ εξαναγκάσω να σιωπήσεις.