ψηφοδέλτιο
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
το, Ν
δελτίο στο οποίο αναγράφονται τα ονόματα τών υποψηφίων σε ψηφοφορία, σε εκλογική αναμέτρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + δελτίο. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στους Ελληνικούς Κώδικες].