ωσαύτως

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source

Greek Monolingual

ὡσαύτως, ΝΑ
επίρρ. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως, επίσης
νεοελλ.
συνεκδ. επί πλέον, επιπροσθέτως
αρχ.
φρ. «ὡσαύτως οὕτως» ή «ὡσαύτως κατὰ ταὐτά» — κατά τον ίδιο τρόπο (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς (Ι) + αὔτως «έτσι ακριβώς»].