χρυσωρυχείο
From LSJ
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
Greek Monolingual
το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ χρυσωρύχος
ορυχείο χρυσού
νεοελλ.
μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο»).