χύμευσις
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: χῠμευσις | Medium diacritics: χύμευσις | Low diacritics: χύμευσις | Capitals: ΧΥΜΕΥΣΙΣ |
Transliteration A: chýmeusis | Transliteration B: chymeusis | Transliteration C: chymefsis | Beta Code: xu/meusis |
εως, ἡ,
A alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.
χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.
-εύσεως, ἡ, Μ
κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)].