Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
και -βάζω και -βάνω
1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ
2. άδικα υποπτεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο- + βάλλω ή βάζω ή βάνω].