αγέννητος
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
Greek Monolingual
και -γος, -η, -ο (Α ἀγέννητος, -ον)
αυτός που δεν γεννήθηκε, που δεν υπάρχει
νεοελλ.
1. αυτός που δεν γεννήθηκε από άλλον, ο αυθύπαρκτος
2. αυτός που δεν γέννησε ακόμη
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέννητος
α) ο διάβολος
β) πανούργος, πονηρός άνθρωπος
αρχ.
1. ο ταπεινής καταγωγής
2. αυτός που δεν γεννά, δεν παράγει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + γεννῶ.
ΠΑΡ. αγεννησία].