αδιακρισία
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
Greek Monolingual
η (Α ἀδιακρισία) (Ν και αδιακρισιά) ἀδιάκριτος
νεοελλ.
έλλειψη διακριτικότητας, αγένεια, αναίδεια
αρχ.
έλλειψη διάκρισης, σύγχυση πραγμάτων.