αερισμός

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau

Menander, Monostichoi, 327

Greek Monolingual

ο αερίζω τεχνολ.
1) η εξασφάλιση της κινήσεως, της κυκλοφορίας και του ποιοτικού ελέγχου του αέρα σε έναν κλειστό χώρο. Ο αερισμός περιλαμβάνει τη διοχέτευση καθαρού αέρα καθώς και την απομάκρυνση του μολυσμένου αέρα από τον χώρο αυτό
2) γενικά η έκθεση διαφόρων υλικών στον αέρα. Ο αερισμός αξιοποιείται ιδιαίτερα κατά την επεξεργασία του νερού και τών λυμάτων.