αερισμός
From LSJ
Λέοντι κρεῖττον ἢ γυναικὶ συμβιοῦν → Melius leonis feminae commercio → Mit einer Löwin lebt's sich besser als einer Frau
Greek Monolingual
ο αερίζω τεχνολ.
1) η εξασφάλιση της κινήσεως, της κυκλοφορίας και του ποιοτικού ελέγχου του αέρα σε έναν κλειστό χώρο. Ο αερισμός περιλαμβάνει τη διοχέτευση καθαρού αέρα καθώς και την απομάκρυνση του μολυσμένου αέρα από τον χώρο αυτό
2) γενικά η έκθεση διαφόρων υλικών στον αέρα. Ο αερισμός αξιοποιείται ιδιαίτερα κατά την επεξεργασία του νερού και τών λυμάτων.