μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
ἀδεισίθεος, -ον (Α)αυτός που δεν φοβάται τους θεούς, ο ασεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θ. δεισ- (ἔδεισα, δείσομαι) του δείδω (= φοβούμαι) + θεός.