αεριοειδής

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
ο όμοιος με αέρα, αυτός που βρίσκεται σε αέρια κατάσταση, λεπτός, αερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + παραγ. κατάλ. -ειδής < είδος
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeux].