αιμόφιλος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο αιμοφιλικός·
[ΕΤΥΜΟΛ. < hemophilus, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αίμα + φίλος].