αγραμματοσύνη

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά
2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη -οσύνη].