αγχιστεία

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀγχιστεῑα, τα (Α) ἄγχιστος
η εξ αίματος συγγένεια.———————— (II)
η (Α ἀγχιστεία) ἄγχιστος
νεοελλ.
συγγένεια που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η συγγένεια του ενός από τους συζύγους προς τους συγγενείς του άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων μεταξύ τους, η κηδεστία
αρχ.
1. η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος συγγένεια
2. δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη συγγένεια, κληρονομικά δικαιώματα
3. αποκλεισμός από κάποιο δικαίωμα λόγω καταγωγής.