αγχιστεία
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
Greek Monolingual
(I)
ἀγχιστεῑα, τα (Α) ἄγχιστος
η εξ αίματος συγγένεια.———————— (II)
η (Α ἀγχιστεία) ἄγχιστος
νεοελλ.
συγγένεια που προκύπτει από γάμο και ακριβέστερα η συγγένεια του ενός από τους συζύγους προς τους συγγενείς του άλλου, ή τών συγγενών και των δύο συζύγων μεταξύ τους, η κηδεστία
αρχ.
1. η εγγύτατη, η πιο κοντινή, η εξ αίματος συγγένεια
2. δικαιώματα που προέρχονται από αυτή τη συγγένεια, κληρονομικά δικαιώματα
3. αποκλεισμός από κάποιο δικαίωμα λόγω καταγωγής.