Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άλαλος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλαλος, -ον)
αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός
νεοελλ.
ανόητος, βλάκας, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λάλος < λαλῶ.
ΠΑΡ. αλαλία
νεοελλ.
αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα].