αισθητισμός

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ο
αισθητικό ρεύμα τών μέσων του 19ου αιώνα, που αποτελεί ώς ένα σημείο εξέλιξη τών ρομαντικών ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. esthetisme (< esthete < ελλην. αισθητής) + -isme, πρβλ. -ισμός].