Search results
From LSJ
- zitten Od. 2.419. κλείς: κλειδός, атт. κλῄς, κλῃδός, эп.-ион. κληΐς, ῗδος ἡ (pl.: nom. κλεῖδες и κλεῖς, dat. κλεισίν, acc. κλεῖδας и κλεῖς) 1 засов, запор:47 KB (4,751 words) - 08:19, 19 November 2024
- κλείς, -δός, ή (AM) βλ. κλείδα.85 bytes (6 words) - 07:24, 29 September 2017
- κλεῖδες: и κλεῖς pl. к κλείς.80 bytes (6 words) - 09:40, 31 December 2018
- (AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) κλεις κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι2 KB (133 words) - 13:30, 23 August 2021
- med. mismo sent. λέβητας τρεῖς ... ἀποσφραγίζονται Theopomp.Hist.277, τὰς κλεῖς ... ἀποσφραγισάμενος Plu.2.784e, cf. E.Or.1108. 2 quitar el sello, abrir3 KB (235 words) - 13:36, 12 October 2024
- περιοχής μσν.-αρχ. στυπτικό χάπι ή στυπτικό υπόθετο αρχ. 1. (υποκορ. του κλείς) μικρό κλειδί, κλειδάκι («τὸ κλειδίον τοῦ οικήματος», Αριστοτ.) 2. είδος5 KB (379 words) - 13:35, 23 August 2021
- Verbum κλειδοφυλακέω haben. κλειδοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰς κλεῖς, Λουκ. Ἔρωτ. 14. guardián de las llaves ο, η, (Α κλειδοφύλαξ, -ακος) αυτός1 KB (77 words) - 11:36, 25 August 2023
- et homér. c. κλείς. κληΐς: -ῖδος, ἡ, Ιων. αντί κλείς· Επικ. δοτ. πληθ. κληΐδεσσι. κληΐς: ῗδος ἡ эп.-ион. = κλεΐς. κληΐς Ion. voor κλείς. Afrikaans: sleutelbeen;3 KB (290 words) - 14:19, 6 November 2022
- τη γενική επιστασία, επόπτης κλειδοῦχος: Ἀττ. κλῃδ-, ον, (ἔχω) ὁ ἔχων τὰς κλεῖς, ἑπομένως ἔχων τὴν φροντίδα ἢ φυλάσσων τόπον τινά, Ἔρωτα... τὸν τᾶς Ἀφροδίτας9 KB (739 words) - 18:08, 13 February 2024
- κλείς, κληΐς, κλῄς, ἀγκωνίσκος, βαλανάγρα, ἁφή, ἅμμα, ἀγκωνίσκιον169 bytes (8 words) - 13:44, 15 October 2022
- μισοκλεισμένος ή φαινομενικά κλειστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλεις (< κλείω), πρβλ. αντί-κλεις, κατά-κλεις].637 bytes (30 words) - 16:15, 23 August 2021
- συγκατακλαιχθείς Chron.Lind.D.62: pf. 3pl. κατακέκλᾱνται Epich.141.—Cf. κλῄζω (B). (κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors21 KB (2,038 words) - 13:48, 16 November 2024
- Galen. = Pille. ου (τό) : petite clef. Étymologie: dim. de κλείς. κλειδίον -ου, τό, demin. van κλείς, sleuteltje. κλειδίον: τό ключик Arph., Arst. κλειδίον2 KB (224 words) - 10:18, 25 August 2023
- lookup in third sources: κλείς, ἡ, A false key, Pl.Com.77. II Subst. παρακλείδιον, τό, lock, POxy.1269.22 (ii A. D.). παρακλείδιος: κλείς, ἡ, ἀντικλείδιον, Πλάτων1 KB (65 words) - 11:02, 25 August 2023
- ἡ, dor. = κλείς, Schlüssel, Theocr. 15, 33, vgl. 6, 32. κλᾴξ, -ακός και κλάιξ, -άικος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κλειδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τοῦ κλείς, που εμφανίζει716 bytes (51 words) - 02:55, 10 January 2019
- ζυγητή: ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ. ζυγητή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ κλείς», το κλειδί.209 bytes (14 words) - 07:16, 29 September 2017
- of κλείς. κλῇδες Att. nom. plur. van κλείς. κλῇδες: атт. nom. pl. к κλείς. κλῇδες: Ἀττ. ὀνομ. πληθ. τοῦ κλείς. κλῇδες: Αττ. ονομ. πληθ. του κλείς.613 bytes (38 words) - 11:20, 3 October 2022
- Dor. for κλείς, key, IG42(1).102.110, al. (Epid., iv B.C.), 5(1).1390.92 (Andania, i B.C.), Theoc.15.33. κλᾴξ: -℁κός, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κλείς, «κλειδί»700 bytes (63 words) - 11:17, 25 August 2023
- -ακος, ὁ [κλείς, φύλαξ] sleutelwachter. κλειδοφύλαξ: ᾰκος ὁ хранитель ключей, ключарь, страж Luc. κλειδοφύλαξ: ῠ, -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων τὰς κλεῖς, Λουκ.1 KB (117 words) - 11:38, 25 August 2023
- for κλείς. [Seite 1452] κλῃδός, ἡ, att. = κλείς, w. m. s. κλῃδός (ἡ) : pl. gén. κλῃδῶν, acc. κλῇδας; anc. att. c. κλείς. κλῄς oud- Att. voor κλείς. κλῄς:3 KB (289 words) - 14:19, 6 November 2022