παρακλείδιος

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλείδιος Medium diacritics: παρακλείδιος Low diacritics: παρακλείδιος Capitals: ΠΑΡΑΚΛΕΙΔΙΟΣ
Transliteration A: parakleídios Transliteration B: parakleidios Transliteration C: parakleidios Beta Code: paraklei/dios

English (LSJ)

κλείς, ἡ,
A false key, Pl.Com.77.
II Subst. παρακλείδιον, τό, lock, POxy.1269.22 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

παρακλείδιος: κλείς, ἡ, ἀντικλείδιον, Πλάτων Κωμ. ἐν «Μετοίκοις» 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρακλείδιον
κλειδαριά, κλειδωνιά, κλείθρο («κιβωτὸς κειμένου παρακλειδίου», πάπ.)
2. φρ. «παρακλείδιος κλείς» — αντικλείδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κλείς, -ειδός «κλειδί» + κατάλ. -ιος].