παραβουλεύομαι

English (LSJ)

v. παραβολεύομαι.

German (Pape)

[Seite 473] = παραβολεύομαι, N.T. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

παραβουλεύομαι: NT v.l. = παραβολεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

παραβουλεύομαι: ἴδε παραβολ-.

English (Strong)

from παρά and the middle voice of βουλεύω; to misconsult, i.e. disregard: not (to) regard(-ing).

Greek Monolingual

Α
(δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι.

Chinese

原文音譯:parabouleÚomai 爬拉-布留哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:在旁-商議
字義溯源:錯誤諮詢,暴露在危險中,不顧危險,不顧自己生命,不顧;由(παρά)*=旁,出於)與(βουλεύω)=勸告)組成;其中 (βουλεύω)出自(βουλή)=旨意),而 (βουλή)出自(βούλομαι)*=願意)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 不顧(1) 腓2:30

French (New Testament)

risquer
παρά, βουλεύω