Βρόμιος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 litt. le Frémissant, le Grondant (Bacchus);
2 adj. du dieu Bromios.
Étymologie: βρόμος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον AP 9.98 (Stat.Flacc.)]
I bromio, báquico Νύμφαι Carm.Conu.4, χάρις de las Dionisias, Ar.Nu.311, χοροιτυπίη AP l.c.
II subst. ὁ Β. Bromio
1 mit. epít. de Dioniso, Pratin.1.3, A.Eu.24, Pi.Fr.70b.6, 75.10, E.Ba.115, HF 890, D.21.52, Orph.H.40.10, Nonn.D.5.560, 48.968, Anacreont.46.12
fig. vino, AP 9.246 (Marc.Arg.), 247 (Phil.), 409 (Antiphan.), 11.54 (Pall.), Anacreont.18a.2
epít. de otros dioses: Ares Lyr.Adesp.109b, Sátiro, Telecl.60.
2 mit. hijo de Egipto, Apollod.2.1.5.
3 epicúreo, amigo de Filodemo, autor de una obra περὶ τεχνῶν Phld.Rh.2.115Aur.

Greek Monotonic

Βρόμιος: ὁ,
1. προσωνύμιο του Βάκχου, σε Αισχύλ., Ευρ.· Βρομίου πῶμα, το κρασί, στον ίδ.
2. ως επίθ., Βρόμιος, , -ον, βακχικός, σε Ευρ., Αριστοφ.· παρομοίως, Βρομι-ώδης, -ες (εἶδος), βακχικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

Βρόμιος: ὁ Бромий, «Шумный» (эпитет Вакха) Pind., Aesch., Eur., Arph.: Βρομίου πῶμα Eur. = οἷνος.

Middle Liddell

[from βρόμιος
1. as a name of Bacchus, Aesch., Eur.; Βρομίου πῶμα, i. e. wine, Eur.
2. as adj. Βρόμιος, α, ον, Bacchic, Eur., Ar.