γαλαξία
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
ἡ, a kind of milk-frumenty eaten at the festival in honour of Cybele at Athens (τὰ γαλάξια), IG2². 1011.13, Thphr. Char. 21.11, Hsch.
Greek Monolingual
γαλαξία, η (Α) Γαλάξια
χυλός με γάλα και κριθάρι που έτρωγαν στη γιορτή τών Γαλαξίων.
German (Pape)
ἡ, ein bei den γαλάξια der Göttin Cybele dargebrachter Milchbrei.