Θήβασδε

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

French (Bailly abrégé)

adv.
à Thèbes avec mouv.
Étymologie: Θῆβαι, -δε.

Greek Monolingual

Θήβασδε και αττ. τ. Θήβαζε (Α)
επίρρ. στη Θήβα, προς τη Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αιτ. Θήβας + -δε (I), δεικτικό μόριο δηλωτικό της προς τόπον κινήσεως].

Greek Monotonic

Θήβασδε: επίρρ., στη Θήβα, σε Ομήρ. Ιλ.

German (Pape)

= εἰς Θήβας.

Russian (Dvoretsky)

Θήβασδε: Hom. = Θήβαζε.

Middle Liddell

to Thebes, Il.