δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Θήβῃσιν (Α)επίρρ. στη Θήβα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < δοτ. Θήβῃ του Θήβη, παράλλ. τ. του Θήβαι + τοπ. κατάλ. -σι(ν)].
at Thebes, Hom.; aeolic Θείβᾱθι, Ar.