Κλεώ

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

English (Slater)

Κλεώ a Muse. τίν γε μέν, εὐθρόνου Κλεοῦς ἐθελοίσας, ἀεθλοφόρου λήματος ἕνεκεν Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος (byz.: Κλειοῦς codd.) (N. 3.83) Κλεὸς ἕκατι (cf. Σ (N. 2.17), ἀντὶ τοῦ Κλειοῦς) Πα. 7A. 7, = fr. 308 Schr.

Russian (Dvoretsky)

Κλεώ: οῦς ἡ дор. Pind. = Κλειώ.