Κομπασεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, Com. word, one of the Κόμπος-deme, Bragsman, Ar.Av.1126.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
du dème Vantardise AR.
Étymologie: κομπάζω.

Russian (Dvoretsky)

Κομπᾰσεύς: έως ὁ шутл. из дема Компос, т. е. хвастун Arph.

Greek (Liddell-Scott)

Κομπᾰσεύς: ὁ, κωμ. λέξις, ὁ ἐκ Κόμπου = κομπαστής, κομπορρήμων ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1126.

Greek Monolingual

Κομπασεύς, ὁ (Α)
κομπάζω
(κωμική λέξη) αυτός που προέρχεται από έναν φανταστικό δήμο της Αθήνας Κόμπο, δηλ. κομπαστήςἐπάνω μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεύς», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

Κομπᾰσεύς: ὁ, κωμική λέξη, κάποιος από το δήμο του «Κομπασμού», κομπορρήμων άνθρωπος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


Com. word, one of the Κόμποσ- deme, a bragsman, Ar.