Κορακιαί

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

Κορακιαί, αἱ (Α) κορακίας
επιγρ. ονομασία τοποθεσίας στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < κορακί-ας + κατάλ. -αί, συνήθη σε τοπωνύμια (πρβλ. Παγασαί, Πλαταιαί)].