κορακίας
From LSJ
ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work
English (LSJ)
-ου, ὁ,
A chough, Pyrrhocorax alpinus, Arist.HA 617b16, Hsch.
2 as adjective, raven-black, Id.
German (Pape)
ὁ, rabenartig; κολοιός, Rabendohle, Arist. H.A. 9.24; – rabenschwarz, Hesych.
Russian (Dvoretsky)
κορᾰκίᾱς: ου adj. m похожий на ворона: κ. κολοιός Arst. предполож. галка-клушица.
Greek (Liddell-Scott)
κορᾰκίας: -ου, ὁ, εἶδος κολοιοῦ, ἴδε ἐν λέξ. κολοιός. 2) ὡς ἐπίθετ., μέλας ὡς κόραξ, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κορακίας, ὁ (Α)
είδος καλοιακούδας («κολοιῶν δ' ἐστὶν εἴδη τρία, ἓν μὲν ὁ κορακίας», Αριστοτ.)
αρχ.
ως επίθ. (κατά τον Ησύχ.) μαύρος σαν κόρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ίας (πρβλ. στρουθίας, φοινικίας)].