Κυλλήνιος

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Cyllène, en Élide ; οἱ Κυλλήνιοι les habitants de Cyllène.
Étymologie: Κυλλήνη.

English (Autenrieth)

Cyllenian.—(1) epith. of Hermes, from his birthplace, Mt. Cyllēne in Arcadia, Od. 24.24.—(2) an inhabitant of the town Cyllēne in Elis, Il. 15.518.

Greek Monolingual

Κυλλήνιος, ὁ (Α) Κυλλήνη
1. προσωνυμία του Ερμή
2. προσωνυμία του Πανός.

Russian (Dvoretsky)

Κυλλήνιος: IIжитель Киллены Luc.
килленский (Ἑρμῆς Hom., HH, δειράς Soph.).