Κωακός
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Κωᾰκός: -ή, -όν, ἐκ Κῶ· Κωακαὶ προγνώσεις ἢ αἱ Κωακαί, ἐργον Ἱπποκράτους τοῦ Κῴου.
Κῳακός, -ή, -όν (Α) Κως
1. αυτός που κατάγεται από τη νήσο Κω
2. φρ. «Κῳακαὶ προγνώσεις» ή «αἱ Κῳακαί» — τίτλος έργου του Ιπποκράτους.