Οπούς
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
Ὀποῦς και Ὀπόεις, ὁ (Α)
αρχαιότατη πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη τών ανατολικών Οπουντίων Λοκρών, που πήρε την ονομασία της από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, πατρίδα του Πατρόκλου και του Αίαντος του Οϊλέως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. ὀπόεις. Ο τ. Ὀποῦς με συναίρεση (βλ. λ. -όεις)].