Πίερες

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les habitants de la Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Russian (Dvoretsky)

Πίερες: (ῑ) οἱ жители Пиерии Her., Thuc.