Πελασγία
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Greek Monolingual
ιων. τ. Πελασγίη, ἡ, Α Πελασγός
παλαιότατη ονομασία της Ελλάδας.
Russian (Dvoretsky)
Πελασγία: ион. Πελασγίη ἡ Пеласгия, страна пеласгов Her.