Ποσειδάνιος
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
v. Ποσειδώνιος.
Russian (Dvoretsky)
Ποσειδάνιος: (ᾱ) дор. Pind. = Ποσειδώνιος I.
Greek (Liddell-Scott)
Ποσειδάνιος: ἴδε ἐν λ. Ποσειδώνιος.
English (Slater)
Ποσειδᾱνιος
a belonging to Poseidon Ποσειδανίοισιν ἵπποις (-ίαισιν e Σ Boeckh) (O. 5.21) Ποσειδάνιον ἂν τέμενος at the Isthmus (N. 6.41) Πος]ειδάνιο[ν] γένος[ (Pae. 2.41)
b son of Poseidon Ποσειδάνιον πέφνε Κτέατον ἀμύμονα (O. 10.26)
Greek Monotonic
Ποσειδάνιος: Δωρ. αντί Ποσειδώνιος.