Ρίχτερ

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
φρ. «κλίμακα Ρίχτερ»
(γεω < ρυσ.) ευρέως χρησιμοποιούμενη ποσοτική μέθοδος μέτρησης του μεγέθους ενός σεισμού που αναπτύχθηκε το 1935 από τους σεισμολόγους Φράνσις Ρίχτερ και Μπένο Γκούτεμπεργκ.