Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
-άδος, ἡ, ΑΣπαρτιάτισσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτη + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ολυμπιάς)].