Σπαρτιάς

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
Σπαρτιάτισσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σπάρτη + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ολυμπιάς)].