Φαίνων
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Russian (Dvoretsky)
Φαίνων: οντος ὁ Фенонт, «Сияющий» (название планеты Сатурн) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
Φαίνων: ὁ, ὄνομα πλανήτου, τοῦ νῦν Κρόνου, ὁ λάμπων, ὁ φωτίζων, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 2, 9, Κικ. Ν. D. 2. 20.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
ο πλανήτης Κρόνος.
Greek Monotonic
Φαίνων: ὁ, ένας πλανήτης, Λάμπος, ο δικός μας Κρόνος, σε Κικ.