Φαληρικός

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phalère.
Étymologie: Φάληρον.

Russian (Dvoretsky)

Φᾰληρικός: фалерский Arph.

Middle Liddell

Φαληρικός, ή, όν
of or from Phalerum, Ar.